Η Κυβέλη θ΄αντιμετωπίσει τις προσωπικές της δυστυχίες βρίσκοντας καταφύγιο στον προσωπικό της χώρο, το θέατρο. Η μεγάλη επιστροφή της, σε ηλικία 62 ετών, θα γίνει το καλοκαίρι του 1950. Τότε, ο θίασος Κοτοπούλη ετοίμαζε τη γαλλική κομεντί Τα Παιδιά του Εδουάρδου των Μελβίλ και Σωβαζόν, στην οποία θα πρωταγωνιστούσε η ίδια η Κοτοπούλη. Ωστόσο η Μαρίκα προσφέρει γη και ύδωρ στην Κυβέλη, την οποία παρακινεί να επιστρέψει στη σκηνή, κι έτσι εκείνη αναλαμβάνει την τελευταία στιγμή το ρόλο της μάνας Ντενίζ.
Από το 1951 αρχίζει η συνεργασία της Κυβέλης με το “Εθνικό Θέατρο”, στο οποίο θα εμφανίζεται καθ΄ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας, ενώ παράλληλα συμπράττει έκτακτα και με άλλους θιάσους. Ο ρόλος που σφράγισε αυτήν την τελευταία περίοδο παρουσίας της στη σκηνή, είναι η Κοντέσσα Βαλέραινα από το Μυστικό της Κοντέσσας Βαλέραινας του Γρηγoρίου Ξενόπουλου, σε σκηνοθεσία Αλέξη Σολομού. Το έργο θ΄ αποτελέσει τον προσωπικό της θρίαμβο, με αποτέλεσμα να επαναληφθεί το 1961 και πάλι στο “Εθνικό”, αλλά και στο “Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος”, δυο χρονιές διαδοχικά (1962 και το 1963 σε περιοδεία) με τον άντρα της εγγονής της Κυβέλης Μυράτ, Ιορδάνη Μαρίνο και τη Θάλεια Καλλιγά στούς πρωταγωνιστικούς ρόλους.
Το 1962 ξεκινά η συνεργασία της με το νεοϊδρυθέν “Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος”. Εκτός από το Μυστικό της Κοντέσσας Βαλέραινας, παίζει τη Μάνα στο Ματωμένο Γάμο του Λόρκα τον οποίο και σκηνοθετεί (1963), τη Λαμπρινή Κυριακούλη στο Νησί της Αφροδίτης του Αλέξη Πάρνη, σε σκηνοθεσία Σολομού (1963), την Αυτοκράτειρα Μαρία Φεοντόρεβνα στην Αναστασία των Μορέτ και Μπολτόν σε σκηνοθεσία Μήτσου Λυγίζου (1964) και τον επώνυμο ρόλο στη Δόνια Κλαρίνες που παίχτηκε μαζί με το Ένα Ηλιόλουστο Πρωινό των Κιντέρο, σε σκηνοθεσία του ιδίου.
Τόλμη χαρακτηρίζει τις επιλογές της στους ελεύθερους θιάσους με τους οποίους συνεργάζεται. Έτσι, το 1951, ερμηνεύει τον επώνυμο ρόλο στη Λυσιστράτη του Αριστοφάνη, με το Θυμελικό Θίασο του Λίνου Καρζή, στο “Ηρώδειο”, στο μοναδικό αριστοφανικό ρόλο της καριέρας της. Την επόμενη χρονιά συμπράττει με το θίασο της Κατερίνας και ανεβάζει στο θέατρό της τους Τρομερούς Γονείς του Κοκτώ.
Το 1953 ανεβαίνουν τα έργα Μια Γυναίκα χωρίς Σημασία του Όσκαρ Ουάιλντ, σε σκηνοθεσία Μιχάλη Κακογιάννη, με το θίασο Λαμπέττη-Παππά-Χορν (Κυρία Άρμπουθνοτ) και το αστυνομικό δράμα Η Καλή Κυρία του Τσοντόρωφ (Μαίρη Νόρρις), στο οποίο εμφανίζεται στη σκηνή με το Μάνο Κατράκη. Τέλος το 1958 τολμά να παίξει ένα ρόλο τελείως κόντρα στις υποκριτικές της εμπειρίες, τη Μάνα Κουράγιο του Μπρέχτ, σε σκηνοθεσία Τάκη Μουζενίδη, με το θίασο της κόρης της Αλίκης που έπαιξε το ρόλο της Κατερίνας.
Το 1967, το “Εθνικό Θέατρο” επαναλαμβάνει το Μυστικό της Κοντέσσας Βαλέραινας, το οποίο παρουσιάζεται και στην Κύπρο με αφορμή τα εγκαίνεια του “Δημοτικού Θεάτρου Λευκωσίας”. Είναι και η τελευταία φορά που τα φώτα της ράμπας ανάβουν για την Κυβέλη. Την επόμενη χρονιά (1968) πεθαίνει ο Γεώργιος Παπανδρέου.
Η δικτατορία ζητά από την Κυβέλη να αποδεχθεί την κηδεμόνευση του νεκρού προσφέροντας επίσημη κηδεία δημοσία δαπάνη. Η Κυβέλη αρνείται και διεκδικεί οικογενειακή κηδεία, αναλαμβάνοντας η ίδια τα έξοδα. Η εκφορά του Γεωργίου Παπανδρέου υπήρξε αφορμή για την πρώτη παλλαϊκή καταδίκη της δικτατορίας. Στη συνέχεια έρχεται η σιωπή. Το τέλος μιας μεστής ζωής θα έρθει το 1978. Η τελευταία από τις μεγάλες βεντέτες του ελληνικού 20ού αιώνα πέθανε έχοντας γύρω της τέσσερα παιδιά, τρία εγγόνια, έξι δισέγγονα και πέντε τρισέγγονα.