Μέχρι το 1920 η Κυβέλη ζούσε μια ζωή γεμάτη θέατρο κοντά στον Κώστα Θεοδωρίδη. Ο γάμος τους θα φθάσει στο τέλος του όταν εκείνη, κατά τη διάρκεια μιας περιοδείας του θιάσου της στη Χίο, θα γνωρίσει τον τότε γενικό διοικητή του νησιού και κατοπινό πρωθυπουργό της Ελλάδας Γεώργιο Παπανδρέου.
Ο Παντελής Χόρν, ο οποίος ως αξιωματικός του Ναυτικού, παρεπιδημούσε στο νησί, την ενημέρωσε ότι το ρεπερτόριο του θιάσου υπέστη λογοκρισία και ότι δεν μπορούσε να παίξει όλα τα προγραμματισμένα έργα, προκειμένου να μην εξάψει τα ήδη εύφλεκτα πολιτικά πάθη.
“Ποιός υπαγορεύει κάτι τέτοιο;”, ρώτησε οργισμένη η Κυβέλη. “Ο Γεώργιος Παπανδρέου”, της απάντησε ο φίλος της θεατρικός συγγραφέας. “Και ποιός είναι ο Γεώργιος Παπανδρέου;” ρώτησε η Κυβέλη και απαίτησε αμέσως να δει τον αυθάδη διοικητή που τολμούσε να παρεμβαίνει στα του θιάσου της.
“Αν δεν είχα συναντήσει τον Γιώργη δεν θα είχα μάθει ποτέ τι πράγμα είναι ο έρωτας”, ομολογούσε η ίδια. Όταν ρωτήθηκε τι την είχε θέλξει στον ταλαντούχο νέο πολιτικό, εκείνη απάντησε: “Ήξερε απέξω τον Γρυπάρη. Όπως κι εγώ…”.
Ξεκινά μια θυελλώδης παράνομη σχέση η οποία περνά μέσα από μύριες δυσκολίες, αφού αφορά δυο ανθρώπους που, ο καθένας στον τομέα του, σημαδεύουν την ιστορία της νεότερης Ελλάδας και -λόγω της επωνυμίας τους- υφίστανται πιέσεις στις προσωπικές τους επιλογές.
Θα παντρευτούν προς το τέλος της δεκαετίας, ενώ έχουν αποκτήσει στο μεταξύ ένα γιο, το Γιωργάκη Παπανδρέου, στερνοπαίδι της Κυβέλης και αδυναμία της.