Στοιχείο που χαρακτήρισε την προσωπικότητα της Κυβέλης στην συνείδηση του κόσμου ήταν η ταύτισή της με την παράταξη των Φιλελευθέρων. Η δεύτερη δεκαετία του 20ου αιώνα είναι μια εποχή κατά την οποία ο πολιτικός διχασμός εισέβαλε στην ελληνική κοινωνία και τα πάθη είναι έντονα.
Οι δυο πρωταγωνίστριες, φανατικές υπέρμαχοι -του βασιλιά η Κοτοπούλη και του Βενιζέλου η Κυβέλη- παρακολουθούν τις τύχες των δύο ανδρών υφιστάμενες τις συνέπειες των επιλογών τους, αφού η έκρυθμη πολιτική κατάσταση θα επηρεάσει και τη λειτουργία των θεάτρων τους, φτάνοντας σε ακραίες μερικές φορές εκφάνσεις.
Η “βενιζελική” Κυβέλη θα υποστεί διώξεις στα Νοεμβριανά του 1917. Η ίδια συλλαμβάνεται και οδηγείται στο Φρουραρχείο, ενώ οι φιλοβασιλικοί θα της απαγορεύσουν να παίζει, κατεβάζοντας το όνομά της από την μαρκίζα του θεάτρου. Το αμέσως επόμενο διάστημα, η πρωταγωνίστρια ταξιδεύει μακριά από την Ελλάδα διαμένοντας συχνά στο Παρίσι, όπου σπουδάζουν τα παιδιά της. Ο γιος της Αλέξανδρος, αρχιτέκτων, σπούδασε αρχικά γεωπόνος καθ’ υπόδειξιν του Βενιζέλου. “Τι να κάνω το παιδί μου κ. Πρόεδρε;”, τον ρώτησε η Κυβέλη. “Ο τόπος έχει ανάγκη από γεωπόνους”, της απάντησε εκείνος. Παράλληλα, η μικρή Αλίκη σπούδαζε στο Κονσερβατουάρ.
Η γνωριμία του Ελευθέριου Βενιζέλου με την Κυβέλη έγινε μετά τα Νοεμβριανά. Το 1921, αυτοεξόριστη στο Παρίσι λόγω των πολιτικών της πεποιθήσεων συναναστρέφεται συστηματικά τον ηγέτη των δημοκρατικών. Στην Αθήνα την προηγούμενη περίοδο ο Βενιζέλος είχε χάσει τις εκλογές και το παρακράτος είχε κλείσει το θέατρο της Κυβέλης. Ο αμοιβαίος θαυμασμός έδωσε λαβή για έντονη φημολογία, που ήθελε ένα ακόμη ερωτικό ειδύλλιο να εξυφαίνεται γύρω από την Κυβέλη. Η ίδια δεν διέψευσε ποτέ αλλά ούτε και επιβεβαίωσε ευθέως οτιδήποτε, συντηρώντας και επιτείνοντας το μύθο της. Στο ερώτημα αν της πέρναγε από το μυαλό ότι ο Βενιζέλος είχε αισθήματα για εκείνη, απαντούσε: “Μα πώς είναι δυνατόν να σκεφτώ ότι θα με ερωτευτεί ο Κύριος Ημών Ιησούς Χριστός;”.