Γύρω στα 1890, μια φτωχή γυναίκα, η Μαρία Αδριανού, βρίσκει έκθετο ένα βρέφος, που φέρει στο λαιμό κόσμημα με το όνομα Κυβέλη χαραγμένο επάνω του. Έπειτα από συμβουλή της οικογένειας Λεονάρδου, στο σπίτι της οποίας δούλευε, το παραδίδει στο “Βρεφοκομείο Αθηνών”, προκειμένου να το υιοθετήσει νόμιμα αργότερα. Ο μύθος θέλει την Κυβέλη να έχει γεννηθεί στη Σμύρνη το 1888. Σύμφωνα με άλλες εκδοχές, η Κυβέλη γεννήθηκε το 1887 ή ακόμα και τέσσερα χρόνια νωρίτερα, το 1884. Εκτός από τη σύγχυση γύρω από την ακριβή χρονολογία γέννησής της, μεγάλη φημολογία είχε αναπτυχθεί γύρω από την καταγωγή της. Μια εποχή λεγόταν ανοιχτά ότι ήταν νόθο παιδί του βασιλιά Γεωργίου του Α.
Ο Αναστάσης και η Μαρία Αδριανού θα γίνουν τελικά οι θετοί γονείς της Κυβέλης. Παρότι πάμφτωχοι -ο Αδριανός ήταν παπουτσής στο υποδηματοποιείο του “Μπέη”- δεν έλειψε τίποτα στη μικρή, καθώς στην ανατροφή της συνέβαλε ενεργά το ζεύγος Λεονάρδου, το οποίο είχε χάσει το μονάκριβο παιδί του κι έβρισκε χαρά στο τρισχαριτωμένο κοριτσάκι. Ο ρόλος τους υπήρξε καταλυτικός για την περαιτέρω πορεία της Κυβέλης, η οποία από ένα καμαράκι γύρω από μιαν άλλη “αυλή των θαυμάτων” στον Άγιο Παντελεήμονα, όπου διέμενε με τους γονείς της, βρέθηκε στο σπίτι των Λεονάρδων στην Πλάκα και φοίτησε στο Παρθεναγωγείο “Χιλλ”. Όταν μεγάλωσε λίγο, την έστειλαν σε μία καπελού για να μάθει την τέχνη, ήταν όμως πια αργά, αφού -όπως ομολογούσε η μητέρα της: “… Εκείνο είχε το διάβολο μέσα του για το θέατρο…”.
Η Κυβέλη είχε εκδηλώσει αυτή την κλίση της από νωρίς, σε τέτοιο βαθμό, ώστε να αρχίσει να παίρνει μαθήματα απαγγελίας κοντά στον καθηγητή Σιγάλα. Σε μια επίδειξη μαθητριών του, στην αίθουσα του Συλλόγου “Παρνασσός” το 1901, Η Κυβέλη θα μοιραστεί το πρώτο βραβείο μαζί με την Θεώνη Δρακοπούλου, την μετέπειτα ποιήτρια Μυρτιώτισσα. Το ίδιο έτος ξεκινάει την λειτουργία της η βραχύβια “Δραματική Σχολή του Βασιλικού Θεάτρου”, όπου και παρακολουθεί μαθήματα. Σε λίγους μήνες όμως η σχολή θα κλείσει και η Κυβέλη θα βρεθεί ανάμεσα στους “μύστες” της “Νέας Σκηνής” που θα ιδρύσει ο δάσκαλός της Κωνσταντίνος Χρηστομάνος.