Ο εστέτ Κωνσταντίνος Χρηστομάνος (1867-1911) επέστρεψε στην Ελλάδα και ίδρυσε τη “Νέα Σκηνή” το 1901, εξέλιξη που προσδιόρισε καταλυτικά το θεατρικό στίγμα του αιώνα που χάραζε. Μια σειρά από μοιραίες ανατροπές της τύχης καθόρισαν την πορεία του παραμορφωμένου σωματικά από ένα ατύχημα κατά την παιδική ηλικία (είχε κύφωση), αλλά εξαιρετικά πολυμαθούς και καλλιεργημένου Χρηστομάνου.
Από τα 21 του χρόνια ζούσε στην πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας των Αψβούργων Βιέννη, μια πόλη που αποτελούσε επίκεντρο πολιτικών ζυμώσεων και καλλιτεχνικών εξελίξεων, όσο λίγες ευρωπαϊκές, στο τέλος του 19ου αιώνα. Τρία χρόνια αργότερα ανέλαβε, ύστερα από πρόσκληση της αυτοκρατορικής αυλής, διδάσκαλος της ελληνικής γλώσσας, συνοδός και αναγνώστης της Αυτοκράτειρας Ελισάβετ, της περίφημης Σίσσυ, για δύο χρόνια (1891-1893).
Ο αδικημένος από τη μοίρα κι ονειροπόλος νεαρός βρήκε στο πρόσωπο της θλιμμένης αυτοκράτειρας μια συγγενή ψυχή και παρά τη μεγάλη διαφορά ηλικίας τους -όταν γνωρίστηκαν εκείνη ήταν 54 ετών- ένιωσε μια ακατανίκητη έλξη προς εκείνη, που αποτυπώθηκε στο περίφημο “Βιβλίο της Αυτοκράτειρας Ελισάβετ” (ελληνικός τίτλος), το οποίο συνέγραψε μετά τη δολοφονία της (1898).
Το γεγονός αυτό, που συνέτριψε το Χρηστομάνο, σε συνδυασμό με τα “Φύλλα Ημερολογίου” (αρχικός τίτλος του βιβλίου) που δημοσιεύθηκαν σε εφημερίδα της Βιέννης, περιγράφοντας τις εντυπώσεις του από τα χρόνια που πέρασε κοντά στην αυτοκράτειρα και προκάλεσαν σκάνδαλο στην αυστριακή αυλή, ανάγκασαν το Χρηστομάνο να επιστρέψει οριστικά στην Ελλάδα.
Διαπνεόμενος από το όραμα της λειτουργίας ενός θεάτρου συνόλου, κατά το πρότυπο του κινήματος των “Ελεύθερων Θεάτρων” που εξαπλωνόταν σε ολόκληρη την Ευρώπη, Ο Χρηστομάνος ίδρυσε τη “Νέα Σκηνή”, καθιερώνοντας καινοφανή ήθη στην νεοελληνική θεατρική πρακτική. Στις 27/02/1901 προσκάλεσε μια ομάδα συγγραφέων και λογίων στο “Θέατρο του Διονύσου” κάτω από την Ακρόπολη, όπου τους διάβασε το μανιφέστο της “Νέας Σκηνής”, καλώντας τους να συγγράψουν νέα ελληνικά έργα και να συμβάλουν στην αναγέννηση της “σκηνικής ποιήσεως και της δραματικής τέχνης εν Ελλάδι”.
Η επιλογή του ρεπερτορίου της “Νέας Σκηνής” -στα πρώτα τουλάχιστον χρόνια λειτουργίας της- η διδασκαλία των ηθοποιών και η παροιμιώδης φροντίδα του Χρηστομάνου για την όψη των παραστάσεων, συνιστούσαν μία ενιαία αισθητική πρόταση που δεν είχε προηγούμενο και εισήγαγε για πρώτη φορά -έστω και πρόσκαιρα- την έννοια του σκηνοθέτη ως βασικού συντελεστή της παράστασης στην Ελλάδα. Μέσα σ’ αυτό το κλίμα κοσμογονικών για το ελληνικό θέατρο αλλαγών έλαβε το πρώτο της βάπτισμα στη σκηνή η Κυβέλη, σε ηλικία 13 ετών, σε μια έκτακτη, προδρομική, παράσταση, το Σεπτέμβριο του 1901. Υποδύθηκε την Ιουλιέτα στη σκηνή του μπαλκονιού από το Ρωμαίο και Ιουλιέτα του Σαίξπηρ.
Ο τριαντατετράχρονος ιδρυτής της “Νέας Σκηνής” στάθηκε για την Κυβέλη ο Πυγμαλίωνάς της. Για έναν γνήσιο εκπρόσωπο του αισθητισμού, όπως ο Χρηστομάνος, η νεαρή ηθοποιός αποτελούσε την ενσάρκωση του ιδανικού του της Ομορφιάς, τη Μούσα του: “[…] Το πλάσμα μου αυτό, το περισσότερο ιδικόν μου πάρα εάν ήτο κόρη μου, αφού έκαμεν ιδικά του και την φωνήν μου, και τας κινήσεις και τον εσωτερικόν ρυθμόν της υποστάσεώς μου […]”, έγραφε σε μεταγενέστερη επιστολή του.
Στα τέσσερα χρόνια που άντεξε η “Νέα Σκηνή”, η Κυβέλη αναδείχθηκε στην λαμπερότερη πρωταγωνίστρια της. Διακρίθηκε σε δραματικούς και κωμικούς ρόλους αρχικά ξένων και στην πλειονότητα πρωτοπαιζόμενων έργων του Ίψεν, Γκολντόνι, Τολστόι, Μαίτερλιγκ, Τσέχωφ, Μπριέ, Κοπέ, Ντωντέ, Κουρτελίν κ.ά.