Μετά την επιστροφή της από το Παρίσι, το καλοκαίρι του 1907, η Κυβέλη επανεμφανίζεται στο θέατρο με την Κοκκινότριχα του Ζυλ Ρενάρ, τον πρώτο αγορίστικο ρόλο στον οποίο διέπρεψε. Αυτή τη θερινή σεζόν θα σχηματίσει υπό τη διεύθυνση του Θεοδωρίδη τον πρώτο δικό της θίασο, με τον οποίο θα παρουσιάσει -ανάμεσα σε κωμωδίες, φάρσες και μπουλβάρ- τη Νόρα του Ίψεν (02/10/1907), έργο που πήρε σταθερή θέση στο ρεπερτόριο της με Ρανκ το Νίκο Παπαγεωργίου. Τα περισσότερα έργα που ανέβασε ήτανε έξυπνα, διασκεδαστικά σκηνικά παιχνίδια, όπου κυριαρχούσε η συμβατική αστική ηθική, οι συζυγικές απιστίες και η κομψότητα του διαλόγου. Έτσι, τα γαλλικά συγγραφικά δίδυμα του μπουλβάρ (Ντε Φλερ και Καγιαβέ, Γκαβώ και Μπερ, Βεμπέρ και Εννεκέν, Μπισσόν και Τραριέ κ.ά.) τροφοδότησαν για πολλά χρόνια το θίασο. Η Κυβέλη ειδικεύτηκε σε ρόλους μικρών κοριτσιών, που έγραφαν για αυτήν ο Ξενόπουλος, Ο Χορν και ο Μελάς, ερμηνεύοντας μια ευρεία συναισθηματική γκάμα: στην Μονάκριβη ήταν η μικρή χαϊδεμένη αστή που ο έρωτας την ξυπνά από το μακάριο παιδικό της ύπνο, στην Φωτεινή Σάντρη, η περήφανη αρχοντοπούλα που πεθαίνει για τον έρωτα της, ενώ στον Πειρασμό, το αγράμματο φτωχό θηλυκό που πασχίζει να επιβιώσει σε έναν κόσμο διεφθαρμένων αστών.
Από το 1911 η Κυβέλη συνεργάζεται με το Θωμά Οικονόμου, συνεργασία η οποία θα της δώσει την ευκαιρία να ανεβάσει ποιοτικά έργα ρεπερτορίου στις φιλολογικές βραδιές που καθιέρωσε στο θίασό της. Ανεβάζει κυρίως Ίψεν, επαναλαμβάνοντας τη Νόρα και την Αγριόπαπια, η οποία μάλιστα σημείωσε το 1915 και εισπρακτική επιτυχία. Κατά τη δεκαετία του ’10 ο θίασος της Κυβέλης παγιώνει τις επιλογές ρεπερτορίου του. Βασικοί άξονες το μπουλβάρ, η φάρσα και το νεοελληνικό έργο. Επιπλέον, το δραματολόγιο διανθίζεται με έργα συγγραφέων όπως οι Πιραντέλλο, τον οποίον πρωτοπαρουσιάζει στην Ελλάδα το 1914 (Η Μέγγενη), Τολστόι (Ανάσταση, 1911), Σνίτσλερ (Κοντέσσα Μήτση και Εύθυμοι Σύζυγοι, 1912), Σούντερμαν, Χάουπτμαν (Έλγα, 1913), Ουάιλντ (Φλωρεντινή Τραγωδία, 1912, Η Εικόνα του Δόριαν Γκρέι, 1916, Ο Ιδανικός Σύζυγος, 1917) και Στρίντμπεργκ (τα μονόπρακτα Μητρική Στοργή και Η πιο Δυνατή, 1917).
Αναμφισβήτητοι κυρίαρχοι παραμένουν βέβαια οι Βεμπέρ, Κρουασέ, Καβιαβέ, Λαβεντάν, Μπατάιγ, Μπερ, Μπερνστάιν, Μπισσόν, Η Άγνωστος του οποίου θα αποτελέσει μεγάλη επιτυχία της την οποία θα μεταφέρει αργότερα και στον κινηματογράφο το 1954, Ντε Φλερ, Μπράκο και Νικοντέμι. Όταν έπαιξε το Κουρέλι του ξεχασμένου σήμερα Ιταλού συγγραφέα (1915), όλη η Αθήνα μιλούσε για την υπόκρισή της.