Ο ΑΓΩΝΑΣ ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΦΟΡΕΣΙΑ
Η φετινή μας έκθεση, που ήδη άνοιξε τις πόρτες της στο κοινό και θα διαρκέσει μέχρι το τέλος του 2021, είναι αντικείμενο της ανάμνησης. Δεν είναι αντικείμενο μιας ιστορικής μελέτης και τεκμηρίωσης. Είμαστε καλλιτέχνες. Όλος μας ο κόσμος είναι το θέατρο.
Τα πρόσωπα της έκθεσής μας κοιτούν μέσα από λαμπερές βιτρίνες.
Το νόημα της ζωής τους εξάγεται μόνο από το θάνατό τους κι η δύναμη της φλόγας από την οποία αναλώθηκαν δίνει θέρμη και στο δικό μας πεπρωμένο.
Πρόσωπα από έναν κόσμο που φτάνει σ’ εμάς σκίζοντας το περίβλημά του. Αυτή είναι η δύναμή του. Ένα όνομα, μια μεταξωτή μαντήλα, ένα κουκούλι από μεταξωτή κλωστή παλιώνει σε μια εθνική φορεσιά ενός πια αστισμού που σιγά-σιγά μας καταβροχθίζει.
Στη θυσία του αίματος για ελευθερία ενάντια στη δουλεία, για την τιμή του ανθρώπου, ένας μείζων ελληνισμός κάθε τόπου και χρόνου στέκει απέναντί μας στην προθήκη.
Στέκουμε κι εμείς με ευγνωμοσύνη.
Με όλη μας τη σάρκα κι όλα μας τα οστά σε προσοχή.
Η εθνική φορεσιά είναι ένα λουλούδι ή τραγούδι περήφανο χωρίς υπέρογκο εγωισμό και συμφέρον κι ο αφηγητής είναι η μορφή υπό την οποία ο δίκαιος συναντά τον εαυτό του.
“Ο αγώνας μέσα στη φορεσιά”
Αυτόν τον τίτλο μας έστειλε ο Luigi Pirandello (1867-1936) για την έκθεση. Αυτός ο “δικός μας”, από τη Μεγάλη Ελλάδα, Σικελός από τον Ακράγαντα, είπε πως η Ιστορία δεν έχει δομή, πως “πολιτισμός είναι η φορεσιά”. Σαν κρυμμένος μέσα στις βιτρίνες, συνομιλεί με τη Σκιά του, συνομιλεί με τον εαυτό του και γράφει, πάνω στην παλιά, (σκιά κι αυτή) γραφομηχανή του Γεωργίου Παπανδρέου.
Γύρω του, κούκλες ντυμένες στο μετάξι δίχως πρόσωπα.
Χίλια οκτακόσια είκοσι ένα και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης (1770-1843) υπνωτίζει το βλέμμα μας. Έχει μάτι αητού, γρυπή μύτη, φοράει περικεφαλαία, χρυσό λιοντάρι στον ώμο. Ο ήρωας στέκει ατάραχος μέσα στο δωδεκάθεο δίπλα στη θεά Αθηνά.
Παρακολουθούν και οι δύο τον Τρωικό πόλεμο, όταν οι Χετταίοι έλεγαν τους Έλληνες “Αχεγιάβα” που θα πει: λαός από τη θάλασσα.
Πριν ξεκινήσει ο απελευθερωτικός αγώνας των Ελλήνων μια άλλη είδηση ταράσσει την Ευρώπη: Στα 1820, μέσα από το λασπωμένο χώμα της Μήλου, γεννιέται η Αφροδίτη. Μαζί με τα πρώτα μηνύματα από τις μάχες των αλύτρωτων Ελλήνων, μέσα από τις τέχνες και την ποίηση φουντώνει στη ρομαντική Ευρώπη ο Φιλελληνισμός.
Σαν άλλη Αφροδίτη, η Λορ, ένα μοντέλο, ποζάρει μέσα στο ατελιέ του ζωγράφου Ευγενίου Ντελακρουά (1798-1863). Ημίγυμνη η κοπέλα, με λυγισμένο το γόνατο σ’ ένα μαξιλάρι, τουρτουρίζει στο παγωμένο Παρίσι. Ο ζωγράφος καίει τις καρέκλες του στο τζάκι, στο ατελιέ του. Στον πίνακά του ωστόσο, για την έξοδο του Μεσολογγίου, η Λορ ως Ελευθερία, Ελληνίδα μέσα στη φορεσιά της, λευκή και γαλάζια, πατάει με το γόνατο τα υπόλευκα μάρμαρα αυτού του μεγάλου υπόδουλου γένους.
Όλος ο αρχαίος κόσμος κοιμάται κάτω από τη γη, στον Άδη. Και μόνο ο Όμηρος και ο Παυσανίας φωνάζουν να ξυπνήσει.
“Οι Έλληνες είναι εκπληκτικοί στις αντιξοότητες”. Ο Πουκεβίλ (1770-1838) εκδίδει στο Παρίσι τις εντυπώσεις του για τους Νεοέλληνες. Βρέθηκε αιχμάλωτος πολέμου στην Τριπολιτσά. Είδε γυμνό σώμα λαβωμένο όπως η θεά Αθηνά που είδε στο χώμα την καρδιά του Ζαγρέα να πάλλεται. Έτσι και αυτός είδε σπλάχνα χυμένα στη γη.
Ο ζωγράφος τώρα, γνωρίζει πόσο χρώμα σαν αίμα, κόκκινο vermilion και πορφύρα της Τύρου, χρειάζεται για να αποδώσει τη σφαγή της Χίου.
Μετά τη σφαγή της Χίου, οι Χιώτες καταφεύγουν στη Σύρο. Πλούσιοι έμποροι με υποκαταστήματα από την Οδησσό ως τη Μασσαλία, την Αίγυπτο και το Λονδίνο, έρχονται εδώ σε κύματα, πολίτες του κόσμου ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση. Μαζί με ναυτικούς και εμπειροτέχνες εργάτες δημιουργούν το θαύμα που μας αγκαλιάζει, την Ερμούπολη. Ο Ομηρικός Ύμνος λέει πως “ο Ερμής γεννήθηκε πρωί αλλά ως το μεσημέρι έπαιζε κιθάρα”.
Με πολλαπλά προσωπεία ο Τζορτζ Γκόρντον Νόελ, λόρδος Βύρων (1788 -1824), διάσημος ποιητής του δυτικού ρομαντισμού, νάρκισσος και διγενής, φτάνει με το πλοίο Hercules για το μοιραίο, τελευταίο ταξίδι στην Ελλάδα. Το ταξίδι της θυσίας. Είχε γνωρίσει την Ελλάδα, σαν περιπέτεια, σε ένα περιπετειώδες grand tour όπου οι άγριοι Σουλιώτες του φέρθηκαν σαν πρίγκιπες και του τραγούδησαν τα κλέφτικα τραγούδια.
“Ό,τι τραγουδιέται στα κλέφτικα είναι η ατομική ευψυχία· δεν θα βρούμε πουθενά ούτε εθνική ούτε κοινωνική συνείδηση. Αυτό που είπε ή που θέλησε να ιδή ο τραγουδιστής στον ήρωά του, είναι η ελεύθερη ψυχή, που ξεπερνάει όλα τα εμπόδια, απ’ όπου κι αν ξεπροβάλλουν”. (Πολίτης, Κλέφτικα)
Με τη στολισμένη φορεσιά του ο Βύρων, ως άλλος ροκ σταρ κοιτάει στη βιτρίνα την Κυβέλη που εκατό χρόνια μετά (1908), με ανδρικά θεατρικά κουστούμια, παίζει τη ζωή και τη θυσία του.
Αγώνας μέσα στη φορεσιά. Ο βαρύτονος θερμαίνει τον αέρα της φωνής του μέσα στο στέρνο για την άρια του Verdi, στο Rigoletto, την πρώτη όπερα που ακούστηκε στο θέατρο Απόλλων, στα 1864. Το libretto της όπερας βασίζεται σε έργο του Βίκτωρα Ουγκώ και αναφέρει τα πολλά σκάνδαλα του γάλλου βασιλέα Φρανσουά Α΄, εραστή των τεχνών, εραστή της Dianne de Poitiers. Σ’ αυτό το βασιλιά, χρωστάει η Σύρος, τις ευλογημένες Διομολογήσεις.
Από τη συλλογή μας στολίσαμε την έκθεση με τις ακουαρέλες της Αθηνάς Ταρσούλη. Τοπικές φορεσιές απ’ όλη την Ελλάδα. Οι νησιώτικες φορεσιές λείπουν: μετά τον πόλεμο του 1940, η Αθηνά Ταρσούλη δεν ταξίδεψε για να τις συλλέξει.
Η Φρίντα Κάλο (1907-1954), στις ψηλές βιτρίνες, σφίγγει τους ιμάντες που κρατούν τη σπονδυλική της στήλη σε όρθια στάση. Τι περίεργο: “σπόνδυλοι ονομάζονται τα ταμπούρλα των αρχαίων κιόνων”.
Στην πολιορκία της Ακρόπολης, ο Γκούρας λέει στο Μακρυγιάννη: “Ποτέ δεν σε ξανάκουσα να τραγουδάς τόσο όμορφα”. Ήταν το τελευταίο τραγούδι πριν τον βρει το βόλι (βλέπεις το τραγούδι γνώριζε). Οι αγωνιστές ζητούν από τους Τούρκους να μην κλέβουν το πολύτιμο μολύβι, γκρεμίζοντας τους σπονδύλους των κιόνων και τα αιώνια φατνώματα, όπου κουρνιάζουν τα πουλιά.
Τα ίδια πουλιά και λουλούδια, υφαίνει η Φρίντα Κάλο στον αργαλειό της στο Mexico. Στολίζεται με εθνική υπερηφάνεια και ελευθερία για τη ζωή και τον έρωτα.
Ο πατέρας της Μαρίκας Κοτοπούλη “Αγαπητικός της Βοσκοπούλας” δίπλα στον αριστοκράτη Oscar Wilde (1854-1900), με φουστανέλα κι αυτός, δραματουργός, βαθιά ερωτικός.
Τα τσολιαδάκια, παιδιά της Κυβέλης χορεύουν τη Χιώτικη “νερατζούλα φουντωτή”.
Τα πλουμιστά στολίδια συναντούν τις 40 φορεσιές του Murat, στρατηγού του Ναπολέοντα, που χάνει το κεφάλι του μετά το Βατερλό. Οι απόγονοί του βρίσκονται στα φιλόξενα νησιά του Αιγαίου.
Πιο κοντά μας, ο Μήτσος Μυράτ, γεννημένος στη Σμύρνη, θα λατρέψει το θέατρο, κυρίως το γαλλικό θέατρο, ρόλους και κουστούμια. Αγωνίζεται μες στη συσσωρευμένη εμπειρία που κατέχει στο κύτταρό του για να παίξει στο θέατρο Απόλλων, πρώτη φορά το 1904. Έξω από τη βιτρίνα, στέκει η κόρη του Μιράντα Μυράτ, με το κόκκινο ιμάτιο της Κλυταιμνήστρας. Υφασμένο σε αργαλειό. Προσπαθεί και η Κυβέλη, στη χαμηλή βιτρίνα, να τα κατανοήσει όλα τούτα, πριν πέσει μέσα στη λίμνη των Ιωαννίνων: παίζει την κυρά Φροσύνη. Θα πνιγεί. (Δημοτικό Ασίκικο).
Όλα αυτά τα πρόσωπα, μαζί κι εμείς, ζητούμε μια θέση στο φυσικό θέατρο, με τους δικούς μας ρόλους, όπως τα έξι πρόσωπα του Pirandello ζητούν συγγραφέα.
Οι βιτρίνες είναι η λύτρωση και η υπερηφάνειά μας, όπως το μετωπιαίο οστό.
Ο γέρο Μαλαμούλης πήρε την κατσίκα του μαζί του στο φωτογραφείο. Θέλει ν’ απαθανατιστεί για χάρη μας. Φυλάει το ένα δόντι που του λείπει. Είναι σαν το δόντι του δράκου, αυτό που έσπειραν ο Κάδμος με την Αρμονία. Ίσως, απ’ αυτό το δόντι γεννήθηκε το ελληνικό αλφάβητο και σκορπίστηκε σ’ αυτή τη μαγική θάλασσα του Αιγαιακού πολιτισμού.
Ο Φωριέλ (1722-1844) σαν σπάνια λουλούδια μάζεψε τα δημοτικά μας τραγούδια, και τα σκόρπισε στους νεκρούς.
[…] Κόκκιν’ ἀχείλι ἐφίλησα, κι ἔβαψαν τὰ δικά μου,
καὶ μὲ μαντίλι τὰ ἔσουρα, καὶ ἔβαψαν τὸ μαντίλι,
καὶ σὲ ποτάμι τὸ ἔπλυνα, καὶ ἔβαψε τὸ ποτάμι
ἔβαψεν ἡ ἄκρη τοῦ γιαλοῦ κι ἡ μέση τοῦ πελάγου,
καὶ ἔβαψε καὶ ἕνα κάτεργο καὶ ἕνα ὄμορφο γαλούνι
καὶ πάλιν ἔβαψαν τὰ ἔμορφα, τὰ ὀγλήγορα ψαράκια. (Fauriel / 1999 Α΄, σ. 246, αρ. Δ΄, στ. 15-20)
Βαλεντίνη Ποταμιάνου, Σύρος, Καλοκαίρι 2021.