ΦΑΝΤΑΣΜΑΓΟΡΙΑ
Καλώς ήρθατε σ’ έναν κόσμο φαντασμάτων, κόσμο που λατρεύει το παλιό θέατρο, τις άφωνες φωτογραφίες, τα βουβά γράμματα, γράμματα ερωτικά.
Όλα γύρω μας είναι γεμάτα θεούς και φαντάσματα.
Αίφνης η Κοτοπούλη (1) φιλάει στο στόμα τον Απόλλωνα της Δήλου (1) κι αυτός μεταμορφώνεται σε γκριζομάλλη ναυτικό που την παρασύρει και την μεθάει στο Κατεργάκι (2), με το κρασί της Φάμπρικας. Ο Μυράτ (2) τρικλίζει κι ακολουθεί τον Ερμή. Ο Μυράτ είναι βουτηγμένος στα χρέη, ψάχνει στο διαδίκτυο για δάνειο. Του βγαίνει στην οθόνη ο Πάνας και του λέει να επενδύσουν στο τυρί αντί εις το χρυσάφι και τραβούν σ’ ένα παλιό τυροκομείο στην Άνω Μεριά (3). Το τυρί είν’ ο χρυσός.
Όλα είναι γεμάτα θεούς.
Κάτω από μια συκιά, η πανάρχαιη Κυβέλη αναπολεί τον τελευταίο της έρωτα και μασάει παστελαριές με σουσάμι. Εκεί, η Αγία Γλυκερία, η Αγία των λουκουμιών, την πλησιάζει. Όλα μυρίζουν μαστίχα Χίου και αγριολούλουδα. Φεύγουν για την πηγή του Άη Θανάση (4), πίνουν νερό. Στην πηγή στέκει ένας ωραίος, ψηλός Πανωσυριανός που ο Χειμωνάς τον βάφτισε “Ινεότης”. Προσεύχονται όλοι στο νερό. Φτιάχνουν ένα νέο θίασο με νέα υλικά, ο θεός Διόνυσος ζητάει υψηλή τεχνολογία. Αυτός ο ξεδοντιάρης μέθυσος, για ένα “αδειανό πουκάμισο” και δύο ρεμπέτικα ζητάει όλα τα Βαπόρια (5)…
Πρέπει να πάνε στο Δημαρχείο (6). Στο περιστύλιο στέκεται ο Τσίλλερ (3), βάφει χρυσά τα στρουθία της Αφροδίτης και τα περιστέρια. Μονολογεί: “Μα πώς να εμπιστευτείς ένα λαό που απ’ τον τράγο βαφτίζει το πιο σοβαρό θέατρο, την Τραγωδία;”. Απ’ την κορφή του φάρου (7), ο Ερλάχερ (4) του απαντά: “Μα η κατσίκα, η αίγα, δεν βάφτισε τον Αιγέα και τούτη την θάλασσα Αιγαίο Πέλαγος;”…
Τι λείπει λοιπόν τούτη τη στιγμή από εμάς κι εσάς; Λείπει η αδιακρισία σας στη μοναξιά μας. Ο αρχαίος οίστρος σηκώνει την αυλαία…
Και πάμε.
ΑΝΩ ΣΥΡΟΣ
Γιατί στέκω κάθε φορά εκστατική πάνω σ’ αυτό το λόφο, “το Βράχο” (8) όπως ονόμαζε τούτη την Καστρόπολη ο Βαμβακάρης (5);
Κοιτάζω πάνω, το μεσαιωνικό ναό του Αγίου Γεωργίου, ένα βαρύ πνευματικό μνημείο. Κοιτάζω κάτω την πλαγιά όπου αργά κινούνται τα λιγοστά προβατάκια και μας ταράζουν με τα κουδούνια τους μέσ’ στη ραστώνη.
Εκστατική μ’ αφήνει τούτο το γαμήλιο στοιχείο: Η διαλεκτική, ιδεώδης ισορροπία που δημιουργεί η σφιχτή αγκαλιά της λευκής πολιτείας στο Βράχο. Ευταξία και ευψυχία. Όλα είναι διατυπωμένα και δομημένα με ακρίβεια και οικονομία.
Συναντώ τη Μαρία και την Κατερίνα. Κοιτάζουμε τη θάλασσα, το Αιγαίο. Το μεγάλο Θέατρο της πειρατείας μέσα στους αιώνες. Οι διομολογήσεις ήταν όροι οικονομικοί για το εμπόριο και την προστασία των πλοίων.
Στις αρχές του 16ου αιώνα ο François Premier (6), βασιλιάς της Γαλλίας υπέγραψε με τον Σουλεϊμάν τον Μεγαλοπρεπή την πρώτη συμφωνία που έκανε ποτέ Ευρωπαϊκή χώρα με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Οι δύο ηγεμόνες δεν συναντήθηκαν ποτέ, μόνο αντάλλασαν πρέσβεις και συμβόλαια μεγάλης διπλωματικής ευφυίας.
Και τότε… αυτή τη φωτογραφία ποιος την τράβηξε;
Mα, ο Πλάτων Ριβέλλης (7) που από παιδάκι στις σταυροφορίες ονειρευότανε τον Αμάραντο (9).
Ο François Premier έδωσε έναν από τους πύργους του για να τελειώσει τις μέρες του γαλήνιος ο Leonardo da Vinci. O ζωγράφος Jean-Auguste-Dominique Ingres (8) έχει ζωγραφίσει έναν πίνακα όπου ο βασιλιάς φιλάει στο μέτωπο το συρρικνωμένο κεφαλάκι του Leonardo, ίδιο με εκείνο το μισοσβησμένο πρόσωπο που είναι ζωγραφισμένο στο σπίτι του Πρώϊου, δίχως φιλί που όλο και σβήνει…
Benozzo Gozzoli
Στέκω κάτω από μια πιπεριά. Μασάω κόκκινο πιπέρι έξω από το σπίτι (10) του Χιώτη εμπόρου του 19ου αιώνα, του Σταμάτη Πρώϊου (9). Σε μια κόγχη στον λιθόκτιστο εξωτερικό τοίχο, είναι ζωγραφισμένος ένας άνδρας. Διαβάζω το όνομά του. Είναι ο Φλωρεντίνος Benozzo Gozzoli (10). Είναι αυτός που ζωγράφισε στο Palazzo Medici Ricardi, ένα φρέσκο -Το Προσκύνημα των Μάγων- σαv ρεπορτάζ: Την άφιξη των Βυζαντινών στα 1439 για τη Σύνοδο της Φερράρα. Στη μεγάλη πομπή, στα χρυσοστολισμένα άλογά τους επάνω, βλέπετε τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως και τον Ιωάννη VIII Παλαιολόγο στολισμένους με τα στέμματά τους. Οι λίθοι ίσως είναι ψεύτικα πετράδια, όπως έγραψε ο Καβάφης, από γυαλί χρωματιστό, όμως τα δώρα των Βυζαντινών προς τη Δύση ορίζουν την Αναγέννηση. Άνθη του ελληνικού πνεύματος τα έργα του Πλάτωνα που ανθολογούν μυστικά από αιώνες οι Πατέρες, ψηφιδωτά και αργυροχοΐα, κώδικες σπάνιας σοφίας και τέχνης.
Οι εκκλησίες δεν ενώθηκαν. Στέκουν με μεγαλοπρέπεια εδώ στη Σύρο. Μια σπάνια εμπειρία για τον ταξιδιώτη.
Ανάμεσα στους δύο λόφους είναι η Οδησσός, η Μασσαλία και η Τεργέστη, η Αλεξάνδρεια με τον Καβάφη και βέβαια η Βενετία με το τέθριππο του Λυσίππου πάνω στον Άγιο Μάρκο, φερμένο από το ιπποδρόμιο της Κωνσταντινούπολης.
ΒΡΟΝΤΑΔΟ
Στην κορφή του Βροντάδο (11), στο λόφο των Ορθοδόξων, η εκκλησία είναι αφιερωμένη στην Ανάσταση του Χριστού που είναι και η Ανάσταση του Γένους μετά τη Σφαγή της Χίου το 1822.
Έχω αδυναμία σ’ αυτή την εκκλησιά γιατί Αναστάσιος ονομάζονταν ο φτωχός τσαγκάρης που βρήκε στην ταπεινή του αυλή την προγιαγιά μου, την Κυβέλη (11), βρέφος έκθετο. Την έκανε παιδί του και την ανάστησε με αγάπη μεγάλη.
Μου αρέσει να παίρνω την κατηφόρα από μια σκάλα που φτάνει μέχρι την αυλή του Ινστιτούτου Κυβέλη (12). Δεξιά-αριστερά και στους κάθετους δρόμους ανηφορίζουν και κατηφορίζουν τα σπίτια που έκτισαν με νύχια και με δόντια οι κατατρεγμένοι Χιώτες ναυτικοί και εμπειροτέχνες. Μέσα απ’ το μικρό σπίτι του Δημητριάνο ακούγεται το ρέκβιεμ του Μότσαρτ. Το κόρνο bassetto ήταν το αγαπημένο όργανο του Μότσαρτ. Ήταν όμως και το ψευδώνυμο του George Bernard Shaw, που έγραψε για εκείνη την αγνή ψυχή την Ιωάννα της Λωραίνης, αυτήν που έκαψαν στη φωτιά γιατί άκουγε καμπάνες και φωνές.
Κοιτάζω αντίκρυ πέρα, το ωραιότερο μπαλκόνι της Σύρου, το πανόραμα, στα Λαζαρέτα (13). Εκεί έσβησαν μέσα σε λάκο με ασβέστη τον Καΐρη (12). Άκουγε κι αυτός φωνές και ατένιζε στη Ρώμη, στο Campo de’ Fiori, το άγαλμα του συμπάσχοντα Giordano Bruno. Αυτόν τον έκαψαν γιατί κοίταζε στον ουρανό τους πλανήτες. Με βραστό λάδι έκαψαν και τον αγιογράφο Αντρέι Ρουμπλιόφ στη Ρωσία, αφού όμως τον τύλιξαν με λεπτές, λευκές γάζες για να ποτίζει καλύτερα το λαδάκι….
Η μεγαλοπρεπής σκάλα του Βροντάδο φτάνει κάτω, στην Αγορά. Η Αγορά της Ερμούπολης (14), στην οδό Χίου, έχει φρέσκα ψάρια, λαχανικά και φρούτα, αποξηραμένες ντοματούλες, σύκα ξερά με σουσάμι. Ο μανάβης Γιαννακόπουλος τσακίζει με ένα σφυρί ελιές πράσινες, φετεινής σοδειάς. Έτσι όπως κτυπάει με το σφυρί πάνω στο σκαμνί, είναι σαν τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου της Χάγης που κάθεται (μου έχουν πει) στην έδρα του, αντίγραφο του θρόνου απ’ το παλάτι του Μίνωος, βασιλέα της Κρήτης. Στην αγορά πειράγματα και αστεία γεμίζουν το καλάθι μου. Μέσα στα φρούτα και τα πούλουδα στολισμένος ο Άγιος Παντελεήμων, μια εικόνα ύψιστης τέχνης και ομορφιάς, δώρο-τάμα από τους οπωροπώλες της Ερμούπολης στην εκκλησία της Μεταμόρφωσης, Μητρόπολη της Ερμούπολης (15).
Graffiti σε τοίχο στην Αγορά της Αρχαίας Αθήνας “χαρά, η ανέλπιστη ταχύτητα της αλλαγής να ‘χει η αγορά πληθώρα” (Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι).
ΜΑΣΤΙΧΑ
Η Λωρ, το πανέμορφο μοντέλο, αυτή η καλλονή που ποζάρει για τον Delacroix (13), κουράστηκε. Ακουμπά τόσες ώρες το γόνατο πάνω σ’ ένα μαξιλάρι και ελαφρά ντυμένη κρυώνει μέσα στο ατελιέ του ζωγράφου στο Παρίσι. Εκείνος με πυρετώδεις πινελιές τελειώνει το έργο του για το “Missolonghi”, τους πολιορκημένους και απελπισμένους ΄Ελληνες… Αυτή είναι μια συζήτηση με κρασί και αψέντι σε όλα τα σαλόνια στο Παρίσι, στα 1826.
To έργο όμως που τον καθιέρωσε σα μεγάλο ζωγράφο στα salons της τέχνης ήταν, τον προηγούμενο χρόνο, η “Σφαγή της Χίου”. Η τέχνη του δεν είναι η όψη του πραγματικού. Είναι ένα σχόλιο πάνω στο πραγματικό. Η πραγματικότητα δε μπορεί να λογιστεί τετελεσμένη αν δεν υπάρξει ένα σχόλιο τέχνης. Κι αυτό το σχόλιο, αιμάσσον, άχρονο, εσαεί επαναλαμβανόμενο ανήκει αποκλειστικά στο λόγο.
Στο τζάκι καίγεται μια καρέκλα και αρκετά κροκί, προσχέδια. Τώρα όλα έχουν αλλάξει. Ο Βύρων είναι νεκρός. Η Λωρ ρωτάει τον Maître: “Πώς είπατε πως λέγεται εκείνο το δενδρύλιο, το σπάνιο, που στάζει στη γη της νήσου Χίου χρυσάφι;”. Ο Ευγένιος Ντελακρουά, ανακατεύοντας τις χρυσαφιές ώχρες του, απαντάει: “La Liberté”.
ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ
Κυριακή. Η Θεία Λειτουργία στην επιβλητική εκκλησία του Αγίου Νικολάου (16). Βαρύτονοι και μπάσοι, οι φωνές της ανδρικής χορωδίας αλαφρώνουν την ύλη αυτής της τεράστιας Βασιλικής και αφυπνίζουν τη συνείδηση του όλου παρελθόντος του γένους μέσα στο παρόν.
Η μεγάλη εικόνα του Αγίου Νικολάου μέσα στο ναό στέκει μαλαματοκαπνισμένη αριστερά της εισόδου. Ο γλυκός μας Άγιος ημερεύει τον Ποσειδώνα, πετάει με τα απαλά του ποδαράκια πάνω απ’ το πέλαγος ν’ αγγίξει κάθε ναύτη, κάθε καρτερική γυναίκα. Ρίχνει το Άγιο Μύρο και το λάδι. Στην εικόνα του στολισμένη με μεγάλη αναγλυφική έξαρση, προσεύχεται με δέος η μάνα του πνιγμένου που έχει χρόνια να φάει ψάρι. Η εικόνα του Άγιου είναι δωρεά μιας γυναίκας από το Ταγκανρόγκ, γενέτειρας του Άντον Τσέχωφ. Ο πατέρας του Τσέχωφ ήταν μικρομεσαίος, άξεστος έμπορας. Μέσα στο υγρό μαγαζί του, τα παγωμένα ρώσικα βράδια έλεγε στο γιο του: “Άντον, αν δε μάθεις τα ελληνικά, δε θα γίνεις μεγάλος, πλούσιος έμπορος. Μόνο οι Έλληνες μπορούν”.
Η μεγάλη εμπορική ελληνική διασπορά σε όλες τις θάλασσες…
Έναν καϋμό έχει η θάλασσα: που ίσκιο δεντριού δεν είδε.
Η ΣΥΝΤΑΓΗ ΤΟΥ ΦΙ
Οι ΄Ελληνες όταν ταξιδεύουν ή πριν πεθάνουν λένε και μιαν άλλη λέξη, που τη γράφουν και τα αρχαία μάρμαρα. Είναι στην προστακτική. Χαίρε. Σε προστάζει η λέξη να χαίρεσαι και αυτή τη χαρά την κουβαλάει ο χαρα-κτήρας τους. Χαράζεις σαν τον χαράκτη τη ζωή σου. Αντικρίζεις τον κόσμο, cosmos, κόσμημα-στολίδι, τη χαραυγή με το πρώτο φως. Το φως έχει το γράμμα της φωνής, το φι, που ανοίγει στο στόμα και στο σύμπαν. Στο φάος και στα φυσικά φαινόμενα. Οι ΄Ελληνες όλα τούτα τα είπαν φύση. Όπως και τα γεννητικά τους όργανα και το εσώτερο, του καθενός μας, ο Αριστοτέλης το ονόμασε οικεία φύση, ηδονική φύση. Ο νους μας, η ψυχή, ο πόνος μας, φύση όπως το δέντρο. Μια γλώσσα που πάλλεται όπως το σώμα.
Στο φως των αγρών της Σύρου ανοίγουν οι μαργαρίτες, τα αυτοφυή χαμολούλουδα και πατάς το ταπεινό χαμομήλι στην Άνω Μεριά (3). Το χαμομήλι το κόβεις και μέσα στη κίτρινη οδύνη του, καθώς το αποξηραίνεις, αυτό σου ανακουφίζει το στομάχι από τα ξενύχτια και τα τσίπουρα.
Στο μπλέντερ ρίχνω ανάλατο φιστίκι. ΄Επειτα, γύρω από μια ρόγα σταφύλι δίχως κουκούτσι, τυλίγω ένα μαλακό τυράκι συριανό πικάντε. Φτιάχνω μικρές σφαίρες και έπειτα τις τυλίγω στο κοπανισμένο φιστίκι.
Φι, όπως φιστίκι.
Ω, Θεοί! Θεός είναι και η αναγνώριση φίλων (Ελένη του Ευριπίδη).
Το Φι είναι το γράμμα που ακουμπούν τα δόντια στο κάτω χείλος, που τα μωρά και οι γέροι δεν έχουν. Το Φι δίνει τα φιλιά και ονόμασε φίλους τους εραστές της σοφίας, τους Φιλόσοφους. Τους φίλους του ανθρώπου, Φιλάνθρωπους.
ΦΙ – ΦΕΡΕΚΥΔΗΣ
Χτυπάει το ρολόι, ο χρόνος γίνεται παρόν. Ο χρόνος ο τέρπων και ο έγνων, μνήμων και χαίνων. Ο χρόνος ο πανδαμάτωρ, δαμάζει το νου και την ψυχή μας. Ο Φερεκύδης (14) έδινε στη ψυχή του το όνομα το σωκρατικό: “δαίμων”. Αγνάντευε από την Χαλανδριανή (17) το ταραγμένο Αιγαίο.
Ο Εμπεδοκλής, σοφός από μιαν άλλη θάλασσα, έλεγε πως κατά το θάνατο η ψυχή απορροφάται πίσω, στο πύρινο στοιχείο απ’ όπου προήλθε η ύπαρξή μας. Ο Φερεκύδης γελάει. Δεν είναι μεταφυσικός.
Θυμάμαι το Porto Empedocle, είναι το μικρό λιμάνι στον Ακράγαντα της Σικελίας. Αυτό το βιομηχανικό λιμάνι με τους γερανούς και τη σκουριά μοιάζει με την Ερμούπολη. Το porto φαίνεται μαγικό από έναν λόφο ψηλά, όπου δεσπόζει το σπίτι και ο τάφος του Luigi Pirandello (15), μέσα στα πεύκα, λες και είσαι στα Χρούσα (18).
Ο δαιμόνιος θεατρικός συγγραφέας, ο Pirandello, είπε πως η Ιστορία δεν έχει δομή! Μα η μοίρα δεν αγαπάει το κενό. Και αλήθεια, στο γράμμα “ξ” της Οδύσσειας του Ομήρου φτάνει εξουθενωμένος ο Οδυσσέας πίσω στην Ιθάκη. Εκεί, τον υποδέχεται πρώτος, ο ταπεινός βοσκός των κοπαδιών του, ο Εύμαιος ο χοιροβοσκός και του λέει: “Ξένε, εμένα που με βλέπεις, τάχα της “καλής γέννας” το γιο, εμένα τον άτυχο άρπαξαν οι πειρατές. Ο κύρης μου στη Σύρο, τρία βασίλεια όριζε και τώρα κατάντησα ανέστιος και πένης”. Ο Οδυσσέας τον ακούει αφηρημένα. Κοιτάζει μέσα στη βιτρίνα το porcellino που είναι σήμερα ένα γουρουνάκι στη Φλωρεντία κι όποιος το αγγίξει του φέρνει, λέει, τύχη και γούρι. Τύχη χρειάζεται και ο Οδυσσέας για την ανατροπή της ιστορίας της Οδύσσειας. Σκέφτεται τις λέξεις, κάνει συνειρμούς. Εύμαιος, Μαία είναι η μάνα του Ερμή, ζωοδότρα όλων των γεννημάτων, προστάτιδα των χοίρων εξ ου και maiale το χοιρινό στα Ιταλικά.
Λίγο-λίγο ανεβαίνει η libido, ο Οδυσσέας ονειρεύεται την Κίρκη. Θα πάει τη νύχτα στο λιμάνι της Ερμούπολης για αγοραίο έρωτα. Έξω από το Hotel Esperance θα συναντήσει τον Βαμβακάρη που θα του τραγουδήσει: “Τι πάθος ατελείωτο που είναι το δικό μου, όλοι να θέλουν τη ζωή κι εγώ το θάνατό μου” (16).
Ξημέρωσε. Ο Φερεκύδης αγναντεύει το Αιγαίο. Είναι σοφός και ζει τον 6ο αιώνα π.Χ. ψηλά στη Χαλανδριανή. Περιμένει τον Πυθαγόρα να μιλήσουν για το φως. Το φως του ήλιου που ανατέλλει από τη Δήλο. Κοιτάζει ανήσυχος το πολυτάραχο Αιγαίο που ανθίζει νεκρούς όπως το είπε ο Αισχύλος: “Ορώμεν ανθούν πέλαγος Αιγαίον νεκροίς”.
Μα και ο Πυθαγόρας πέρασε πολλά. Έμεινε πάνω από δέκα χρόνια σε φυλακές και κάτεργα της Βαβυλώνας όπου είδε και άκουσε σοφίες και δεισιδαιμονίες.
Τα σπίτια του 19ου αιώνα στη Νεοκλασσική Ερμούπολη έχουν στο ταβάνι και στις τοιχοποιίες μια τεχνική από άμμο θάλασσας, άχυρα και φύκια που ο εμπειροτέχνης Μελεμενής ονομάζει Μπαγλαντί. Είναι το Μπαγδατί από τα μυστικά της Μεσοποταμίας φερμένα στη Σύρο, κέντρο του Αιγαιακού πολιτισμού.
Ο Φερεκύδης κρατά στα χέρια του ένα κυκλαδικό ειδώλιο (19), το βρήκε απ’ τους πολύ παλιούς. Κοιτάζει στην προθήκη τον Απόλλωνα της Δήλου. Τόσο ερωτικός δίπλα στη φοινικιά. Στις άλλες προθήκες είναι πεσμένοι οι Θεοί.
“Γιατί τα σπάσαμε τ’ αγάλματά των,
γιατί τους διώξαμε απ’ τους ναούς των,
διόλου δεν πέθαναν γι’ αυτό οι θεοί […]”
γράφει ο Καβάφης και η Κυβέλη, μια θεότητα είναι, αρχετυπική της Μικράς Ασίας που λατρευόταν ένθρονη με κύμβαλο στο χέρι. Δίπλα της ξεχασμένοι Έλληνες της Μικράς Ασίας και του Πόντου και μια εικόνα “Ρόδο το Αμάραντο και μήλον το εύοσμον” απ’ την Καππαδοκία..
Ashes to ashes, dust to dust
Κλασσικό, λέγεται ότι περιέχει συγκρατημένο πάθος. Κάπως έτσι, συγκρατημένα έκλαιγε η Sarah Bernhardt κάτω απ’ το ταβάνι με τις ίριδες, τις παπαρούνες και τα γαλάζια πουλιά του Αρχοντικού της Βαφειαδάκη (20), δύο δρόμους πάνω από το Θέατρο Απόλλων (21) του 1864, που η Σάρα είχε λατρέψει.
Στο κρύσταλλο μιας μεσόπορτας ενός άλλου αρχοντικού, χάραξε με το διαμάντι της το “Je ne t’ aime plus”. Μιλούσε για τον τελευταίο έρωτά της, το γιο του δημάρχου της Ερμούπολης, το γόη Αριστείδη Δαμαλά, που στο Παρίσι τον φώναζαν Apollon Grec.
Ashes to ashes, dust to dust (17)… Αυτό τραγουδούσαν η Έλσα και ο Κλέαρχος στο πιάνο, βράδι καλοκαιριού στο μαγικό κήπο του “Μαζί” (22). ‘Ολοι ensemble νιώθαμε ταραχή στις καρδιές μας. ΄Εξω αέρας δυνατός κι ο Αυγουστίνος Ζυγομαλάς καπνίζοντας είχε αποσυρθεί στο Αργέντικο της μνήμης.
Από τα περιττά το πιο άγιο, η μουσική… και “πάσα γη, χείλος εν”.
ΣΙΣΣΥ
Desenganada. Μ’ αυτή την Ισπανική λέξη χαρακτήρισαν την Αυτοκράτειρα της Αυστρίας Ελισσάβετ (18). Τη Σίσσυ. Θα πει, στα Ισπανικά, ξεκομμένη από τον κόσμο. Η γυναίκα αυτή τόσο κοντά μας, διακατέχεται από μια φωτεινή απελπισία, ζει σε ένα σύμπαν εσωτερικής οργανωμένης θλίψης όπου μόνο οι τρελοί των ασύλων και οι μπουφόνοι έχουν θέση. Αν ήταν μουσική η Σίσσυ, θα ήταν Μπραμς γιατί αγαπάει με πάθος τους τραχείς Μαγυάρους. Η αχλαδιά του Gödöllő είναι ο έμπιστός της. Ονομάζει τον ωκεανό εξομολόγο της και όταν ο Ροδόλφος, ο γιος της, αυτοκτονεί εξομολογείται η αυτοκράτειρα σε μια άσκηση μη-ζωής στον Έλληνα φοιτητή τον Κωνσταντίνο Χρηστομάνο (19), πόσο κατανοεί την πιστότητα στη μελαγχολία. Ο Χρηστομάνος μέσα απ’ τα έπη του Ομήρου προσπαθεί να την παρασύρει, την οδηγεί θεραπευτικά στην ωραία Κέρκυρα, όπου κτίζει το παλατάκι “Αχίλλειον”, ένα κτίριο συναισθηματικό.
Μετά τη δολοφονία της στα 1898 στη Λίμνη της Γενεύης, ο Χρηστομάνος είναι ανεπιθύμητος στη Βιέννη. Στα 1904 με τη “Νέα Σκηνή” στο Θέατρο Απόλλων παρουσιάζει όλα όσα αφομοίωσε στη Βιέννη. Για να υπηρετήσει αυτή την εκλεκτικότητα, αφήνει νηστικούς το νεαρό ζευγάρι Κυβέλη & Μήτσο Μυράτ, τους πρωταγωνιστές του. Στο όνομα του κόσμου που είχε βιώσει προσπαθεί να τους μυήσει, βρίζοντας και χτυπώντας τους, όμως αυτοί τον λατρεύουν. Όταν κοιτάζεστε στους καθρέφτες, τους έλεγε, πρέπει να σκέφτεστε πως το γυαλί είναι νερό.
Μέσα στην απελπισία του σκέφτεται την Αυτοκράτειρα με τα θαυμάσια μαλλιά της. Ο Pier Paolo Pasolini έδωσε τον ορισμό της αστικής τάξης: “Άκουγα τη μητέρα μου στο διπλανό δωμάτιο να χτενίζεται με τις ώρες”.
Η θερινή άμαξα της Αυτοκράτειρας (23) ονομάζεται Φαέθων και βρίσκεται μέσα στο Δημαρχείο της Ερμούπολης. Κάποιο βράδι το φάντασμα του Ιωάννου Συκουτρή (20), νύχτα βαθιά κατεβαίνοντας τα σκαλιά του Δημαρχείου, είδε μια σκιά και τη ρώτησε: “Τι κάνετε Μεγαλειοτάτη;”. Η σκιά απάντησε: “Αμλετ-ίζομαι…”. Τότε ο Συκουτρής, κατεβαίνοντας γοργά τα σκαλοπάτια σκέφτηκε πως πολιτισμός σημαίνει συναναστροφή με τους νεκρούς.
ΙΣΙΔΩΡΑ ΝΤΑΝΚΑΝ
Στο ιστορικό ζαχαροπλαστείο Πάνθεον κάθισαν τρεις άντρες με κομψό ντύσιμο και περιποιημένο γενάκι ή υπογένειον.
Ο Εμμανουήλ Ροΐδης (21) είπε: “Η πόλις σήμερα βαφτίστηκε Πόλις του Ερμού. Νέα Πόλις. Στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα εμείς παραμένουμε οι παλαιοί του αρχαίου κάλλους της Ιωνίας”. Ο Δημήτριος Βικέλας (22) είπε: “Εγώ είμαι με τους νεωτεριστάς. Ατύχησα και η σύζυγός μου έχασε το λογικό της. Γι΄ αυτό θα αφοσιωθώ στην ιδέα της αναβίωσης του Ολυμπισμού. Η μητέρα μου με παρότρυνε να μεταφράσω τον Σαίξπηρ στη δημοτική μας γλώσσα, ώστε να παίξει η μικρή Κυβέλη την Ιουλιέττα. Την είδα σε audition στο Βασιλικό Θέατρο. Όνειρον! Το άνθος της σκηνής!”. Ο Ροΐδης είπε: “Bravo! Εσάς δεν θα σας αφορίσουν όπως εμένα για την “Πάπισσα Ιωάννα”. Θα σας λιβανίζουν αιωνίως”.
Ο Γεώργιος Σουρής είπε: “Είστε μισογύνης Ροΐδη. Γιατί τα βάλατε με τη δραστήρια κυρία Καλλιρρόη Παρρέν (23); Αυτή διασώζει και διαδίδει τη λαϊκή μας παράδοση των δημοτικών ασμάτων και χορών”. Ο Ροΐδης απάντησε: “Εσείς είστε άξεστος και μισογύνης. Σατιρίσατε περιπαιχτικά τη γυναίκα που τάραξε την Ευρώπη χορεύοντας με αρχαιοπρεπή πέπλα. Την Ισιδώρα Ντάνκαν. Τι λόγια γράψατε!…Χόρευε κυρά Σουσού, κοίτα κι από πίσω σου, τι παρά μαζεύουνε, τι Ρωμιοί χαζεύουνε”.
Ο Ροΐδης χαιρέτισε δυσαρεστημένος. Βιάζονταν να συνεχίσει τη μετάφραση του Βίκτωρος Ουγκώ.
Και ο Βικέλας έπρεπε να προλάβει το πλοίο, να φτάσει τον άλλο μήνα στο Παρίσι όπου θα συναντούσε τον Pierre de Coubertin (24). Σ’ αυτό το ταξίδι ήταν που συνάντησε τον Αλέξανδρο Δουμά Υιό. Είχε βρεθεί στη Σύρο για να παραλάβει από τον ταρσανά (24) ένα πλοίο με το όνομα του έργου του “Ο Κόμης Μοντεχρήστος”.
Παρών στην κουβέντα ήταν και ο ζωγράφος Μιχάλης Μακρουλάκης (25) ο οποίος μου την εμπιστεύθηκε.
See Venice and die
Το λένε για τη Βενετία. Διαβάζω το βιβλίο του καθηγητή Χρήστου Λούκου “Πεθαίνοντας στη Σύρο τον 19ο Αιώνα”. Ζωντανεύουν τα φαντάσματα της τελευταίας πόλης στην Ευρώπη. Οι έμποροι, οι χήρες, οι φουρναρέοι, τα ορφανά και τα ιδρύματα μιας μυθικής πολιτείας. Ανάμεσα στις διαθήκες και τα κληροδοτήματα τα αγαθά και το χρήμα αλλάζουν χέρια. Οι Χιώτες έμποροι, οι Ψαριανοί ναυτικοί, οι Κωνσταντινουπολίτες καταστηματάρχες, οι εργοστασιάρχες, οι καπεταναίοι και η φτωχολογιά τρέχουν μαζί με τις μοδίστρες, τις Ντίβες. Τσιρίζουν οι Πριμαντόνες.
Ερμούπολη.
Σκέφτηκα: “Πάσα σαρξ χόρτος” και σήκωσα τα μάτια μου στο κτίριο “Πλόες” (25). Γύρω μου, οι βαριές ορθομαρμαρώσεις παίρνουν βαθειάν ανάσα. Έχουν ανακουφιστική σωματική πνοή σε ιδεατό διάλογο μ’ αυτόν που τις βλέπει.
Στηρίζομαι ελαφρά στο μπράτσο του Μάνου Ελευθερίου (26). Kαθώς παρέα ολοκληρώνουμε αυτό το συριανό περίπατο απαγγέλει με ήρεμη, γλυκιά φωνή:
[…]
Κι εμείς: παντού και πάντα θεατές,
προσκολλημένοι σ’ όλα αυτά, ποτέ πιο έξω!
Μας κατακλύζουνε. Τα βάζουμε σε τάξη. Καταρρέουν.
Τα ξαναβάζουμε στη θέση τους
κι ύστερα καταρρέουμε εμείς.
Ποιος τάχα να μας γύρισε απ’ την άλλη, που
ό,τι κι αν κάνουμε κρατάμε τη στάση ενός
που αναχωρεί; Στέκεται στον τελευταίο λόφο,
κοιτά για ακόμα μια φορά το βάθος της κοιλάδας του,
στρέφεται, σταματά, χασομερά-
έτσι κι εμείς, ζούμε και αποχαιρετάμε διαρκώς.
R. M. Rilke: Οι Ελεγείες του Ντουίνο (8η), εκδ. Πατάκη, μτφρ. Μ. Τοπάλη
Βαλεντίνη Στεφανίδη-Ποταμιάνου
Σύρος, καλοκαίρι 2016