Κείμενο: ΒΑΛΕΝΤΙΝΗ ΠΟΤΑΜΙΑΝΟΥ, Σύρος 2017
Βλαντιμίρ… Γεννήθηκα σε ένα δρόμο της Αθήνας με ωραία κτίρια, νεοκλασικά κτίρια. Ο δρόμος έφτανε ως την Αγορά, την οδό Ευριπίδου, την οδό Σοφοκλέους, ως τη βόρεια πλευρά του βράχου της Ακρόπολης. Η Αθήνα μέσα στα σπλάχνα της κρύβει τις ρημαγμένες αρχαιότητες, τα αρχαία θέατρα, τα μικρά στολίδια και τα ανθέμια.
2017: 100 χρόνια από την Οκτωβριανή Επανάσταση. Τι είναι αυτό που μαζί τους γιορτάζει; Η φαντασμαγορία; Μήπως γιορτάζει η ήττα, το πένθος; Μήπως το πέλαγος που ανθίζει νεκρούς τώρα, όπως έγραψε o Aισχύλος;
Μαστιγώνω τη μνήμη… θυμάμαι Βλαντιμίρ, το δρόμο που γεννήθηκα, μετά την απελευθέρωση περνούσαν οι μεγάλες πορείες, οι διαδηλώσεις της ελπίδας μετά το τέλος της γερμανικής κατοχής. Μέσα στο πλήθος των γυναικών με το χωνί ή με το δίκοχο καπελάκι ήσαν οι κομμουνίστριες, οι ποιήτριες, οι υπηρέτριες, οι διανοούμενοι και οι κομμουνιστές Έλληνες ηθοποιοί. Οι αστοί στέκονταν στα μπαλκόνια ή έσκυβαν από τα παράθυρα -αναγνώριζαν τις δούλες τους. “Πουτανάκια!”, φώναζαν.
Στεκόμουν κι εγώ στο μπαλκόνι, κρατώντας την κούκλα μου, τη Μιράντα, δίπλα στη σιωπηλή Κωνσταντινουπολίτισσα γιαγιά μου, την κυρία Βαλεντίνη. Φορούσε πάντα μαύρα φορέματα από crêpe de Chine -ξεριζωμένη, πενθούσε το Βόσπορο που έχασε-και στο λαιμό της μια μακριά χρυσή ανδρική αλυσίδα ρολογιού, που είχει αγοράσει από κάποιο Λευκορώσο εξόριστο στην Ιστανμπούλ.
Και, να! Βλαντιμίρ, κάτω στο δρόμο, μέσα στο πλήθος περνάει μια κοντούλα, χαριτωμένη φιλόλογος, η δασκάλα της μητέρας μου, η κυρία Μαυροϊδή-Παπαδάκη υπό τους ήχους του ύμνου του ΕΑΜ. Και δίπλα της, μέσα στην τρικυμία του πλήθους, περπατά μια σπάνιας ομορφιάς ηθοποιός. Η Μιράντα Μυράτ. Είναι κι αυτή γιαγιά μου και έχει το όνομα της κούκλας μου από την “Τρικυμία” του Σαίξπηρ.
Έμαθα αργότερα Βλαντιμίρ, πως η ερωτευμένη Μιράντα ανέβηκε στο βουνό με έναν αντάρτη. Έφτιαξαν το “Θέατρο του Βουνού” με άλλους καλλιτέχνες. Ανάμεσά τους και ο Γιάννης Ρίτσος. Ο διχασμός φτάνει και στα βουνά γύρω από το θεσσαλικό κάμπο. Άλλο είναι Βλαντιμίρ “καλλιτέχνες ενωμένοι” και άλλο “ενωμένοι καλλιτέχνες” και εκεί διχασμένοι, σαν το στράτευμα των Ελλήνων στην Τροία με “τόσα κορμιά στο Σκάμανδρο ριγμένα, για ένα αδειανό πουκάμισο, για μιαν Ελένη”.
Τι ήταν λοιπόν η Ρωσική Επανάσταση για μας; Η Ελένη της Τροίας που μετά την κοσμοχαλασιά γύρισε και νοικοκυρεύτηκε στη Σπάρτη.
Όταν ήμασταν νέες νομίζαμε πως επανάσταση είναι να μη φοράς σουτιέν! Όχι, όχι… δεν έχω πιει και ας δείχνω λίγο μεθυσμένη. Λέγεται οίστρος αυτό. Λέξη του αρχαίου κόσμου που σπάνια εικονογραφείται. Είναι η μύγα που τσιμπάει την Ηώ με τα κέρατα της Σελήνης στο κεφάλι και αφηγείται τα βάσανά της στον Προμηθέα Δεσμώτη στο βράχο του Καυκάσου. Να, εδώ λίγο πιο έξω, στους Δελφούς.
Μαστιγώνω τη μνήμη να θυμηθώ και να γιορτάσω. Μια ηθοποιός του ελληνικού θεάτρου ήταν η Κυβέλη, η προγιαγιά μου, σύγχρονη της Sarah Bernhardt, της Eleonora Duse, του Feodor Chaliapin. Ένα παιδί έκθετο που οι φήμες έλεγαν πως ήταν κάποιου Ρώσου, σίγουρα πρίγκιπα και όχι ενός μέθυσου και ανάπηρου άγνωστου στρατιώτη.
Όσοι την είδαν στη “Σκηνή”, αναγνώριζαν ένα ρούσικο πάθος, παράφορο, στο “Κράτος του Ζόφου” που πρώτη ερμήνευσε στα 1902 με τη “Νέα Σκηνή” του Κωσταντίνου Χρηστομάνου. Ο Τολστόι λοιπόν, ο Αρτσιμπάτσεφ και ο Τσέχωφ, της δίνουν τους μεγάλους ρόλους που μαγεύουν και τον Ελληνισμό της διασποράς, πηγαίνοντας, λέει, με το τρένο ως το Αικατερίνενμπουργκ. Ακούς Βλαντιμίρ; Στα τρένα, τα γεμάτα ψείρες το 1907, να παίξει το “Poil de Carotte”, την κωμωδία που ξεσήκωνε τότε το Παρίσι.
Τη θυμάμαι γριά, στο ωραίο της σαλόνι, τριγυρισμένη από Ρώσους émigrés, να τους ρωτάει τι θα ΄ταν η Βενετία δίχως την κηδεία του Ντιαγκίλεφ, τι θα ήταν ο Ρωμαίος δίχως τον Προκόφιεφ και ο Δον Κιχώτης δίχως, όχι την Δουλτσινέα, μα την Πλισέτσκαγια. Καυγάδες γύρω απ΄ το τραπέζι της με το σερβίτσιο Famille Rose -δώρο του Ελευθέριου Βενιζέλου- και μέσα στις φωνές, τις απαγγελίες και τους καυγάδες για τον Άμλετ της Σάρας Μπερνάρ, ξεπεσμένοι και πεινασμένοι ηθοποιοί με τριμμένες ρεντιγκότες να περιεργάζονται ωραία μικρά αγαλματάκια, την Πάβλοβα και τον Νιζίνσκι, τις Rosenthal που έφερνε απ΄ το Παρίσι με κάθε της ταξίδι.
Εμένα μου άρεσε αυτό το “σπάνιο αυγό” που οι άλλοι το έλεγαν Fabergé και μου απαγόρευαν να τo αγγίζω.
Η Ναστάζια του Ντοστογιέφσκι. Η Ανθή του Αντρέγιεφ κλέβει το 1919 την καρδιά του Γεωργίου Παπανδρέου και έτσι την προσφωνεί στα παθιασμένα ερωτικά του γράμματα. Μισούν και οι δύο την επανάσταση. Αυτή, σαν γνήσια ηρωίδα του μελοδράματος αφήνει το θέατρο και τον ακολουθεί. Δικτατορίες, εξορίες, φυματίωση και πυρετώδης έρωτας. Τον ακολουθεί στον Λίβανο, την Μέση Ανατολή.
Είχαν περάσει, λέει, με βάρκα ως το Λίβανο και αυτή η θεατρίνα φορτωμένη με όλο το Θέατρο, τις ηρωίδες της Ευρώπης, έγινε μια Λιβανέζα πριγκίπισσα με το σκισμένο πέπλο της Ευρώπης.
Ο Γεώργιος Παπανδρέου αφοπλίζει τους αριστερούς. Παραδίδουν τα όπλα τους και κλαίνε, αυτοί οι φοβεροί αντάρτες και η Κυβέλη θρηνεί που η κόρη της στέκει ψηλά, απέναντί της, στο “Θέατρο του Βουνού” με τους αριστερούς.
Αχ Βλαντιμίρ! Γιατί πετάχτηκες ξαφνικά έξω απ’ το παράθυρο;
Πάει, έσπασε το αυγό του Fabergé…
Γιατί τρόμαξες; Παιδάκια ήταν μόνο, Βλαντιμίρ και τραγουδούσαν:
“Humpty Dumpty sat on a wall
Humpty Dumpty had a great fall
All the King’s horses and all the King’s men
Cannot put Humpty together again…”
“All the King’s horses and all the King’s men
Cannot put Humpty together again…”
Βαλεντίνη Ποταμιάνου, Σύρος, Καλοκαίρι 2017.
Ακούγεται το παιδικό τραγούδι “Humpty Dumpty” στα Ρωσικά.